- αρτοδότης
- ἀρτοδότης, ο (Μ)αυτός που μοιράζει άρτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -δότης < δίδωμι (πρβλ. εργοδότης, υπνοδότης κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτοδότης — giver of bread masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
αρτοδοτώ — ἀρτοδοτῶ ( έω) (Μ) [αρτοδότης] κάνω διανομή άρτου … Dictionary of Greek
βηματοδότης — ο 1. ο μηχανισμός που προκαλεί κάθε καρδιακό παλμό 2. συσκευή που διεγείρει το μυοκάρδιο με τη ρυθμική παραγωγή ηλεκτρικών διεγέρσεων σε περιπτώσεις ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βήμα ( τος) + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης,… … Dictionary of Greek
δικαιοδότης — ο (AM δικαιοδότης) αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, δικαστής αρχ. διοικητής επαρχίας με δικαστική εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + δοτης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης)] … Dictionary of Greek